Τι μπορεί να κάνει μια μεγάλη και σε μερικές περιπτώσεις πλούσια πολή να
εγκαταληφθεί από τους κατοίκους της; Πόσο περίεργο συναίσθημα θα είναι
να την εξερευνήσεις απο δρόμο σε δρόμο, από κτίριο σε κτίριο,
ανακαλύπτοντας προσωπικά αντικείμενα κι όλα τα στοιχεία από τις ζωές
ανθρώπων που κάτι απρόβλεπτο τους έκανε να ξεριζωθούν συνήθως από τη μια
μέρα στην άλλη;
Δείτε είκοσι έρημες πόλεις από όλο τον κόσμου, είκοσι πόλεις
φαντάσματα :
Το Καουλούν βρισκόταν λίγο έξω από το
Χονγκ Κονγκ, κατά τη διάρκεια της εγγλέζικης κυριαρχίας, κατελήφθη από
τους Ιάπωνες κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και, μετά την ήττα τους,
παραδόθηκε στους καταπατητές. Αποτελεί την επιτομή αυτού που λέμε
«πόλη-εφιάλτης» καθώς τα χρόνια που ακολούθησαν επικράτησε η πλήρης
αναρχία: δρόμοι δεν υπήρχαν, καθώς ήταν κατεστραμμένοι και γεμάτοι
ερείπια, και έτσι οι κάτοικοι έφτιαχναν για να μετακινούνται
λαβυρινθώδεις διαδρόμους πάνω από το επίπεδο των δρόμων. Έτσι, τα κτήρια
έγιναν τόσο ψηλά, που το φως του ήλιου δεν έφτανε στα κατώτερα επίπεδα
της πόλης, στα οποία αναπτύχθηκε ένας τρίτος κόσμος, όπου κυριαρχούσαν
τα πορνεία, οι χαρτοπαικτικές λέσχες, και τα πωλητήρια ναρκωτικών. Σε
αυτό τον εφιάλτη έβαλαν τέλος από κοινού Αγγλία και Κίνα, οι οποίες στα
1993 άδειασαν με τη βία την πόλη-τέρας, η οποία μέχρι και σήμερα
παραμένει ακατοίκητη.
Το μικρό αυτό γαλλικό χωριό αποτελεί τον
τόπο ανείπωτης φρίκης και μαρτυρίου, καθώς όλοι οι κάτοικοί του
εκτελέστηκαν αδιακρίτως τον Ιούνιο του 1944 από τους Γερμανούς ναζί, ως
αντίποινα για τη Γαλλική Αντίσταση στον Β’ Παγκόσμιο. Οι κάτοικοι που
σφαγιάστηκαν ήταν 642. Το χωριό δεν επανακατοικήθηκε ποτέ και μένει ως
τοπόσημο μνήμης στη φρίκη του πολέμου.
Η μικρή αυτή πόλη λίγα χιλιόμετρα έξω
από το λιμάνι της Ναμίμπια στην Αφρική αναπτύχθηκε με τα δεκάδες
μεταλλωρυχεία που λειτουργούσαν στις παρυφές της. Καθώς ωστόσο, η ζήτηση
και τα αποθέματα διαμαντιών μειωνόταν, έτσι μειώθηκε και ο πληθυσμός
της, για να εγκαταλειφθεί οριστικά το 1956. Έκτοτε, όλα τα οικήματα
είναι γεμάτα με άμμο από τα συχνές αμμοθύελλες της ερήμου και οι μόνοι
κάτοικοί της είναι οι ύαινες, οι γύπες και άλλα ζώα.
Βρίσκεται στη Χιλή και αναπτύχθηκε από
το 1920 μέχρι το 1940, καθώς αποτέλεσε κέντρο παραγωγής νιτρικού καλίου.
Καθώς όμως εφευρέθηκε το συνθετικό νιτρικό κάλιο, η παραγωγή στην πόλη
άρχισε να μειώνεται και οι κάτοικοί της να την εγκαταλείπουν. Στέκει
ερειπωμένη για δεκαετίες, με τα εργοστάσια και τον εξοπλισμό της άθικτο,
και γίνεται προσπάθεια να κηρυχθεί ως Τοπίο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής
Κληρονομιάς από την UNESCO.
Στην εποχή της απόλυτης ακμής του, το
Γουίτενουμ είχε πάνω από 20.000 κατοίκους και αποτελούσε το βασικό
κέντρο παραγωγής αμιάντου της Αυστραλίας. Μετά το θάνατο πάνω από 1000
ατόμων τη δεκαετία του ’60 από τις ίνες του καρκινογόνου αυτού μετάλλου,
η πόλη άρχισε να φθείρεται σιγά σιγά και πλέον μόνο 8 πεισματάρηδες
κάτοικοι ζουν ακόμα σε αυτή.
Κατέχοντας την θλιβερή πρωτιά της πόλης
με τον μεγαλύτερο αριθμό δολοφονιών στην Αμερική, το Γκάρυ, μόλις 30
λεπτά νότια του Σικάγο, αποτέλεσε στις αρχές του 20ου αιώνα μία κακόφημη
μεν, εξαιρετικά πλούσια δε πόλη. Τα χρήματα που διακινούνταν από τις
αγοραπωλησίες χάλυβα ήταν από τα υψηλότερα για την εποχή και η οικονομία
της πόλης άνθιζε. Με την πτώση των εξαγωγών χάλυβα, στη δεκαετία του
’60, η πόλη άρχισε σιγά σιγά να χάνει τη δυναμική της, έως ότου
εγκαταλείφθηκε εντελώς. Παρ’ ότι έχει γίνει επανακατοίκηση στις περιοχές
γύρω από το παλιό κέντρο της πόλης, αυτό παραμένει άδειο και ερημωμένο,
μη θυμίζοντας σε τίποτα τις ένδοξες ημέρες του παρελθόντος.
Αποτελεί μια από τις πιο διάσημες πόλεις
φαντάσματα στην Αμερική και δέχεται χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο.
Όπως και παραπάνω, αποτέλεσε την ατμομηχανή της οικονομίας της Πολιτείας
της Αριζόνα τις δεκαετίες ’30-‘50 παράγοντας μεγάλες ποσότητες χαλκού,
μολύβδου και ψευδαργύρου. Καθώς όμως τα ορυχεία έκλεισαν κατά τη
δεκαετία του 1950, έτσι και η πόλη αφέθηκε στην τύχη της. Πάντως, η
φυλακή, το σχολείο, η εκκλησία και πολλά άλλα κτήρια παραμένουν άθικτα,
δίνοντας στους λάτρεις των εγκαταλελειμμένων πόλεων στιγμές μεγάλης
συγκίνησης.
Η πόλη αυτή του Αζερμπαϊτζάν με τους
150.000 κατοίκους κυριολεκτικά άδειασε μέσα σε λίγους μήνες το 1993,
κατά τη διάρκεια του πολέμου του Ναγκόρνο-Καραμπάχ και τους βανδαλισμούς
που ακολούθησαν την κατάληψή της από τις αρμένικες δυνάμεις. Όλα τα
κτήρια είναι λεηλατημένα και βανδαλισμένα, με μόνο το κεντρικό τζαμί να
μένει άθικτο, με λίγα μόνο γκράφιτι στους τοίχους του. Οι κάτοικοι
μετακινήθηκαν σε άλλες περιοχές της χώρας, καθώς και στο γειτονικό Ιράν,
σε αναζήτηση καλύτερης τύχης.
9) Ιστορικό Πάρκο Μπόντι Στέιτ
Κέντρο εξόρυξης χρυσού κατά το
Μεσοπόλεμο, αποτελεί πλέον μία από τις πολλές πόλεις-φαντάσματα στην
Αμερικανική Δύση. Αποτελεί ίσως την πιο καλοδιατηρημένη από τις πόλεις
που βλέπουμε, καθώς διαμορφώθηκε σε ολόκληρο θεματικό πάρκο, με χιλιάδες
τουρίστες να την επισκέπτονται κάθε χρόνο και όλους τους χώρους των
κτισμάτων να έχουν διατηρηθεί ακριβώς όπως είχαν, μέχρι και με τις
κονσέρβες στα ντουλάπια! Πάντως, η αύρα της πόλης-φάντασμα έχει μείνει
απείραχτη, καθώς δεν υπάρχουν περαιτέρω εμπορικές δραστηριότητες στα
όρια της πόλης.
Βρίσκεται στη βορειοδυτική Ινδία και
αποτέλεσε την πρωτεύουσα ενός τότε διαμορφωμένου μουσουλμανικού
κρατιδίου, κέντρου της ινδουιστικής θρησκείας. Για άγνωστους λόγους
εγκαταλείφθηκε πλήρως πριν από 400 περίπου χρόνια και έκτοτε αποτελεί
μία πόλη-φάντασμα χωμένη στα βάθη της ινδικής ζούγκλας. Οπαδοί της θεάς
Σίβα τελούν κατά καιρούς τελετουργίες στο όνομά της στους βωμούς της
πόλης, ενώ οι μόνοι κοντινοί κάτοικοι είναι φυλές Ρομά που κατοικούν
στην κορυφή του λόφου πάνω από την πόλη.
Η κωμόπολη αυτή των 12000 κατοίκων
άδειασε σε μόλις δύο εβδομάδες, μετά την πτώση της πρώην Σοβιετικής
Ένωσης. Η νεοπαγείς ρωσική κυβέρνηση ανάγκασε τους κατοίκους να
μετακινηθούν σε χρόνο ρεκόρ σε διπλανές περιοχές, προκειμένου να έχουν
πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό, ηλεκτρισμό και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
Έκτοτε βρίσκεται εγκαταλελειμμένη. Η βιασύνη των κατοίκων να την
εγκαταλείψουν ήταν τέτοια, που ακόμη και σήμερα οι επισκέπτες βρίσκουν
στα κτήρια προσωπικά είδη και αντικείμενα που οι κάτοικοι άφησαν πίσω,
όπως παιδικά παιχνίδια, βιβλία και ρουχισμό.
Παίρνοντας το όνομά της από τον
χρυσοθήρα Χένρυ Κόντι, η πόλη αυτή του Καναδά, στα σύνορα με την Αλάσκα,
φιλοδόξησε να συναγωνιστεί και να ξεπεράσει άλλες πόλεις σε ευημερία
κατά τη χρυσή εποχή του κυνηγιού του χρυσού. Κάτι που δεν κατάφερε,
καθώς ουδέποτε ξεπέρασε τους 150 κατοίκους, γεγονός που οδήγησε στην
οριστική εγκατάλειψή της στα 1910.
Μόλις 70 χιλιόμετρα έξω από τη Γένοβα, η
πανέμορφη αυτή μεσαιωνική ιταλική πόλη, άρχισε να χάνει τον πληθυσμό
της από τα τέλη του 19ου αιώνα λόγω της συνεχούς σεισμικής
δραστηριότητας. Παρά τις προσπάθειες του βενεδικτινού αββαείου του Αγίου
Πέτρου που κατείχε και τις μεγαλύτερες εκτάσεις σε αυτή να τη
διατηρήσει ζωντανή, η πόλη εγκαταλείφθηκε και ερήμωσε οριστικά το 1953,
λόγω γεωλογικής αστάθειας, που κατακρήμνιζε ολόκληρα κομμάτια γης και
έκανε τη ζωή εξαιρετικά αβέβαιη. Έκτοτε, παραμένει ερημωμένη.
Η κωμόπολη αυτή του Μιζούρι των ΗΠΑ, με
τους άλλοτε 2200 κατοίκους, αποτέλεσε το θέρετρο μίας από τις
μεγαλύτερες οικολογικές καταστροφές της αμερικανικής ιστορίας. Από το
1972 μέχρι το 1976 οι αρχές χρησιμοποιούσαν χρησιμοποιημένα ορυκτέλαια
πάνω στους μη ασφαλτοστρωμένους δρόμους της πόλης για να αντιμετωπίσουν
το πρόβλημα της σκόνης στην περιοχή. Τα ορυκτέλαια αυτά, όμως, περιείχαν
υψηλά ποσοστά διοξινών, που εμποτίστηκαν στο έδαφος, μολύνοντας όλη τη
γεωργική παραγωγή και τον υδροφόρο ορίζοντα. Οι κάτοικοί της
αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν, καθώς απειλούνταν με σοβαρές βλάβες
στην υγεία τους.
15) Ντισέπσιον Άϊλαντ
Λίγο έξω από τη Χερσόνησο της
Ανταρκτικής αποτελούσε ένα ασφαλές λιμάνι και καταφύγιο από τους
θυελλώδεις ανέμους για τα διερχόμενα πλοία. Παράλληλα, υπήρξε ένα βασικό
κέντρο επεξεργασίας φαλαινών, την εποχή που το κυνήγι τους άκμαζε. Οι
συνεχείς ηφαιστειακές εκρήξεις και η μείωση της εκμετάλλευσης των
φαλαινών οδήγησε στην εγκατάλειψή του στα 1969. Ωστόσο, η Ισπανία και η
Αργεντινή εξακολουθούν να διαθέτουν ερευνητικούς σταθμούς σε αυτούς, οι
οποίοι ωστόσο λειτουργούν για μόνο λίγους μήνες το καλοκαίρι.
16) Τάινεχαμ
Γνωστό ως «το χωριό που έχασε το
Ντόρσετ», το Τάινεχαμ επιτάχθηκε από τον αγγλικό στρατό κατά το Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο, για να χρησιμοποιηθεί ως στρατιωτική βάση, με την
υπόσχεση στους κατοίκους του ότι θα επέστρεφαν σε αυτό άμα τη λήξει του
πολέμου. Αυτό δεν συνέβη ποτέ, στους κατοίκους δεν επιτράπηκε ποτέ η
επιστροφή και το χωριό παραμένει ακόμη και σήμερα ερειπωμένο, σε σχετικά
καλή κατάσταση. Μάλιστα, στην εκκλησία του χωριού ακόμη διατηρείται ένα
σημείωμα από τον τοπικό πάστορα που παρακαλάει τους στρατιώτες να
σεβαστούν και να διαφυλάξουν το χωριό που κατοικείται για γενιές
ολόκληρες, και να το παραδώσουν στην κατάσταση που το παρέλαβαν. Τραγική
ειρωνεία…
Ναι, υπάρχει και ελληνικό χωριό στη
λίστα μας και αυτό είναι το Καγιακόι. Αποτέλεσε τόπο διαμονής χιλιάδων
Ελλήνων με 25000 κατοίκους στην απόλυτη ακμή του. Οι κάτοικοί του
εκδιώχθηκαν με τη βία από τις τουρκικές αρχές το 1923, στους διωγμούς
που ακολούθησαν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το χωριό, που κατοικούνταν
αδιάλειπτα από τον 13ο αιώνα, χάσκει έκτοτε ερημωμένο, αποτελώντας το
πλέον καλοδιατηρημένο χωριό φάντασμα ολόκληρης της Μέσης Ανατολής.
Το μεσαιωνικό ιταλικό αυτό χωριό, στα
νότια της χώρας χτισμένο ως οχυρό πάνω σε ένα λόφο, αποτέλεσε αμυντικό
φυλάκιο στους εισβολείς για πολλές δεκαετίες. Η πανούκλα που θέρισε την
περιοχή, η κατάληψή του από τους Γάλλους, όμως, έφεραν κοινωνική
αναταραχή, με αποτέλεσμα μεταξύ 1892-1922 να χάσει το μεγαλύτερο μέρος
του πληθυσμού του. Η πτώση, δε, της αγροτικής παραγωγής, από την οποία
εξαρτιόταν οικονομικά και οι συνεχείς σεισμοί, έδιωξαν και τους
τελευταίους κατοίκους το 1967, οπότε και εγκαταλείφθηκε εντελώς.
Χτισμένο αποκλειστικά και μόνο για να
εγκατασταθούν και να ζήσουν σε αυτό ρώσοι στρατιώτες και να στεγαστούν
τα γραφεία και οι υπηρεσίες του ρωσικού στρατού, το Κλόμινο ερήμωσε με
την αποχώρησή τους το 1992. Αποτελεί από τότε τη μοναδική πόλη-φάντασμα
της Πολωνίας, την οποία η πολωνική κυβέρνηση έχει προσπαθήσει
επανειλημμένα να πουλήσει σε ξένους επενδυτές, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αν
σας περισσεύουν πάντως δύο εκατομμύρια δολάρια, μπορείτε να το
σκεφτείτε…
Υπήρξε κέντρο εξόρυξης άνθρακα
δημιουργημένο στο νορβηγικό έδαφος από τη Σουηδία, που το πούλησε στη
ρωσική κυβέρνηση το 1927, η οποία το εκμεταλλεύτηκε μέχρι και το 1991,
οπότε με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης πήρε την κατηφόρα. Η εταιρεία
στην οποία είχε ανατεθεί η εκμετάλλευσή του έκλεισε, και οι κάτοικοί του
το άφησαν στην τύχη του. Η Ρωσία πάντως σχεδιάζει να το
επανεκμεταλλευτεί σύντομα, γεγονός που έχει δημιουργήσει ένταση στις
σχέσεις της με τα Νορβηγία.
Πηγή