Στην γηραιά ήπειρο το «american football» ποτέ δεν ήταν αγαπημένο άθλημα. Το ίδιο μπορεί να συνέβαινε και στην Αμερική, αν οι ένοπλες αμερικανικές δυνάμεις δεν έπαιζαν τον δικό τους σημαντικό ρόλο. Σύμφωνα με νέα έρευνα, ήταν ο στρατός που μετέτρεψε το αμερικανικό ποδόσφαιρο από ένα ελιτίστικο κολεγιακό σπορ σε ένα από τα δημοφιλέστερα αθλήματα στις ΗΠΑ
Στις αρχές του 20ου αιώνα, τα στρατιωτικά ιδρύματα βοήθησαν στο να καθιερωθούν οι κανονισμοί του παιχνιδιού και να διαδοθεί το άθλημα. Ακόμα και σήμερα, οι στρατιωτικές επιρροές παραμένουν. Το κύπελλο του Super Bowl πήρε το όνομα του Vince Lombardi, του ανθρώπου που κάποτε υπήρξε βοηθός προπονητή στην στρατιωτική ακαδημία West Point. Στη μετάδοση ενός αγώνα, μπορεί να ακούσεις φράσεις όπως «πόλεμος χαρακωμάτων» ή «στρατηγός του γηπέδου». Ακόμα και όροι όπως «λεηλασία» και «επίθεση» προέρχονται από την πολεμική αργκό.
«Η μελέτη της ιστορίας του κολεγιακού ποδοσφαίρου επικεντρώνεται σε συγκεκριμένους παίκτες και προπονητές και όχι στο παιχνίδι ως σύνολο», δήλωσε ο Paul Vasquez, ένας κοινωνικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Φλόριντα του Ορλάντο. «Πολλοί άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν πώς εξαπλώθηκε το άθλημα, ούτε το ρόλο του στρατού στην ιστορία».
Στο ξεκίνημά του, το αμερικανικό ποδόσφαιρο ήταν ένα σκληρό άθλημα που παιζόταν μόνο από τις ελίτ σε διάφορα κολέγια. Μετά το πρώτο επίσημο παιχνίδι, μεταξύ Γέιλ και Χάρβαρντ το 1869, η φήμη του άρχισε να διαδίδεται σε όλη τη χώρα.
Το αμερικανικό ποδόσφαιρο ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με τις ένοπλες δυνάμεις το 1882, γράφει ο Vasquez στο περιοδικό Armed Forces & Society. Εκείνη τη χρονιά, η Ναυτική Ακαδημία στην Ανάπολη ενέκρινε το άθλημα ως ένα σημαντικό μέρος της στρατιωτικής εκπαίδευσης. Το West Point ακολούθησε ίδιο παράδειγμα το 1890. Οι δύο οργανισμοί χρησιμοποίησαν το άθλημα για να προετοιμάσουν τους δόκιμους για τις στρατηγικές του πολέμου.
Το παιχνίδι σταδιακά έγινε εξαιρετικά δημοφιλές. Από το 1892, σύμφωνα με τον Vasquez, το ποδόσφαιρο παιζόταν σε τουλάχιστον 19 στρατιωτικές βάσεις σε ολόκληρη τη χώρα.
Στις αρχές του χρόνου, οι στρατιωτικές ομάδες συχνά έπαιζαν ενάντια σε κολεγιακές ομάδες και αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις δημιούργησε προβλήματα. Το 1894, για παράδειγμα, δύο ξεχωριστά παιχνίδια ήταν προγραμματισμένα να γίνουν την Ημέρα των Ευχαριστιών στην Ιντιάνα, έστω και αν η παράδοση προέβλεπε μόνο οι δύο πρώτες ομάδες της χώρας να παίξουν εκείνη τη μέρα.
Ο πρόεδρος του πανεπιστημίου Purdue, ο οποίος είχε προγραμματίσει ένα παιχνίδι τότε με το Πανεπιστήμιο Depaw, λέγεται πως έγινε έξαλλος όταν άκουσε την πρόθεση του πανεπιστημίου του Butler να παίξει την ίδια μέρα με μια στρατιωτική οργάνωση στην Ινδιανάπολη. Έτσι, ξεκίνησε να στέλνει μια σειρά καταγγελιών σε άλλους προέδρους κολεγίων.
Μεταξύ άλλων, ανέφερε πως ίσως οι ομάδες κολεγίων θα πρέπει να σταματήσουν να παίζουν με στρατιωτικές ομάδες, όχι μόνο επειδή τα ταυτόχρονα παιχνίδια απειλούσαν τις πωλήσεις εισιτηρίων, αλλά και επειδή οι στρατιώτες έτειναν να είναι πιο ογκώδεις και πιο δυνατοί από τους φοιτητές. Ανησυχούσε και για την ασφάλεια των παικτών του και για την καθαρότητα του παιχνιδιού.
Οι πρόεδροι κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες αυτές και κάπως έτσι ξεκίνησε το πρώτο συλλογικό αθλητικό συνέδριο. Προέκυψε ότι το παιχνίδι ήταν πολύ βίαιο και προκάλεσε πάρα πολλούς σοβαρούς τραυματισμούς και θανάτους. Γι' αυτό το λόγο ιδρύθηκε ένα όργανο με το όνομα Inter Collegiate Athletic Association, η οποία έθεσε σε ισχύ τους πρώτους κανονισμούς για να κάνει το παιχνίδι λιγότερο αιματηρό και βάναυσο.
Οι διάφορες πολεμικές διαμάχες που συνέβησαν τον 20 αιώνα αποτέλεσαν σημαντικά σημεία καμπής για την εκλαΐκευση του παιχνιδιού. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, το αμερικανικό ποδόσφαιρο αποσπούσε την προσοχή των στρατιωτών, ώστε να μην καταθλίβονται και ενίσχυε το αίσθημα της συλλογικής προσπάθειας. Παράλληλα, ένας αυξανόμενος αριθμός άμαχου πληθυσμού ήρθε σε επαφή με το άθλημα, επισκεπτόταν τις βάσεις για να παρακολουθήσει παιχνίδια και βοήθησε στην εξάπλωσή του.
«Το πιο εντυπωσιακό για μένα ήταν πως, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο στρατός βοήθησε στο να εκδημοκρατιστεί το ποδόσφαιρο», δήλωσε ο Patricia Shields, πολιτικός επιστήμονας του Πανεπιστημίου Texas State University στο San Marcos. «Στα 1800, υπήρχε μια τεράστια ταξική διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους που είχαν σπουδάσει σε κολέγια και σε αυτούς που δεν είχαν και οι οποίοι δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τον κολεγιακό αθλητισμό».
«Οι απλοί άνθρωποι σε όλη τη χώρα άρχισαν να καταλαβαίνουν το παιχνίδι. Αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο να συμβεί, ο πολύς κόσμος δεν θα άρχιζε εύκολα να παίζει και να απολαμβάνει το άθλημα. Το ότι το κατάφερε, έκανε αυτόματα το παιχνίδι πολύ πιο ενδιαφέρον», πρόσθεσε. «Ποιός ξέρει, ίσως το αμερικανικό ποδόσφαιρο δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα χωρίς τον στρατό».
Κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, το West Point άρχισε να προσλαμβάνει αθλητές, επειδή η θητεία τους θα μπορούσε να πάρει αναβολή, αν έπαιζαν σε μια ομάδα ποδοσφαίρου. Οι αθλητές ήλπιζαν πως ο πόλεμος θα τελείωνε πριν λήξει η αναβολή ή ότι τουλάχιστον θα έκαναν δουλειά γραφείου και δεν θα υπηρετούσαν ως κανονικοί στρατιώτες.
Ακόμα και στην πιο σκληρή φάση του πολέμου, το 1942, όταν τα επουσιώδη ταξίδια απαγορεύονταν και πολλά κολεγιακά παιχνίδια ακυρώθηκαν, το παιχνίδι ανάμεσα στο Πεζικό και το Ναυτικό έγινε και χρησιμοποιήθηκε ως τρόπος ενίσχυσης του ηθικού των στρατιωτών και ως εργαλείο στρατολόγησης.
Μόλις δύο χρόνια μετά την λήξη του πολέμου, ο αριθμός των κολεγιακών ομάδων που έπαιζαν ποδόσφαιρο αυξήθηκε κατά 66 %. Η ψήφιση ενός σχετικού νομοσχεδίου και οι αθλητικές υποτροφίες έδωσαν στους βετεράνους την ευκαιρία να ενισχύσουν την ποιότητα του κολεγιακού ποδοσφαίρου και, σε επαγγελματικό επίπεδο, το παιχνίδι άρχισε να τροφοδοτείται από το ενδιαφέρον που προέκυψε στα κολέγια.
Η κουλτούρα του αμερικανικού ποδοσφαίοου αναδείχθηκε στις στρατιωτικές βάσεις, με τις μπάντες να παίζουν στις κερκίδες και τις «αρσενικές μαζορέτες» να επευφημούν τους παίκτες -οι γυναίκες έγιναν μαζορέτες στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν δεν υπήρχαν πια αρκετοί άντρες για να το κάνουν.
Η σχέση αμερικανικού ποδοσφαίρου και στρατού εξακολουθεί να είναι μοναδική, αναφέρει ο Vasquez. Ακόμα και σήμερα, παιχνίδια ανωτάτου επιπέδου αποτελούν ευκαιρίες στρατολόγησης, κάτι που δεν συμβαίνει στο μπέιζμπολ, στο μπάσκετ ή σε άλλα αθλήματα.
tvxs.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου